-
1 ἄριστος
ἄριστος (vgl. άρείων), superlat. zu ἀγαϑός, der Beste; bei Hom. bes. Bezeichnung der tapfersten Helden, der Vornehmen, Fürsten; οὕνεκ' ἄριστος ἔην Iliad. 2, 580; ἄνδρα ἄριστον 5, 839; φῶτες ἄριστοι 18, 230; λαὸν ἄριστον Od. 11, 500; πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι λαοί Iliad. 2, 577; ἄριστον Ἀχαιῶν 1, 244; Ἀργείων πάντας ἀρίστους 3, 19; δύ' ἀνέρε δήμου ἀρίστω 12, 447; ἕταρον, φαινομένων τὸν ἄριστον 10, 236; ἄριστος ἐνὶ Θρῄκεσσι τέτυκτο 6, 7; ὅσσοι ἄριστοι ἐνὶ στρατῷ εὐχόμεϑ' εἶναι 15, 296; verstärkt durch μέγα, πολλόν, ὄχα, ἔξοχα: ὃς μέγ' ἄριστος Ἀχαιῶν εὔχεται εἶναι 2, 82; πολλὸν ἄριστος ἀνήρ Od. 15, 521; τίς τ' ἂρ τῶν ὄχ' ἄριστος ἔην Iliad. 2, 761; δύο δ' ἀνέρες ἔξοχ' ἄριστοι 20, 158; mit dat.: ἀρετῇ δ' ἔσαν ἔξοχ' ἄριστοι Od. 4, 629; οἱ γὰρ μνηστήρων ἀρετῇ ἔσαν ἔξοχ' ἄριστοι 22, 244; ἄριστος Ἀχαιῶν τοξοσύνῃ, ἀγαϑὸς δὲ καὶ ἐν σταδίῃ ὑσμίνῃ Iliad. 13, 313; ὅσσον δυνάμει τε καὶ ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος 23, 891; υἱέας αὖ πινυτούς τε καὶ ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους Od. 4, 211 ποσὶ κραιπνῶς ϑέομεν καὶ νηυσὶν ἄριστοι 8, 247; βουλῇ μετὰ πάντας ὁμήλικας ἔπλευ ἄριστος Iliad. 9, 54; βροτῶν ὄχ' ἄριστος ἁπάντων βουλῇ καὶ μύϑοισιν Od. 13, 297; mit acc.: νεῖκος ἄριστε, v. l. νείκει, Iliad. 23, 483; εἶδος ἄριστε 3, 39; ἄριστος ἔην εἶδός τε δέμας τε τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πηλείωνα Od. 11, 469; mit inf.: τῶν δὲ ϑέειν ὄχ' ἄριστος ἔην Κλυτόνηος Od. 8, 123; οὕνεκ' ἄριστοι πᾶσαν ἐπ' ἰϑύν ἐστε μάχεσϑαί τε φρονέειν τε Iliad. 6, 78; von den Göttern : Ζηνὸς τοῦ ἀρίστου Iliad. 14, 213; Ζεύς, ϑεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος 19, 258; φησὶν γὰρ ἐν ἀϑανάτοισι ϑεοῖσιν κάρτεΐ τε σϑένεΐτε διακριδὸν εἶναι ἄριστος 15, 108; Ζεύς, τόν περ ἄριστον ἀνδρῶν ἠδὲ ϑεῶν φασ' ἔμμεναι 19, 95; den Poseidon nennt Zeus πρεσβύτατον καὶ ἄριστον Od. 13, 142; ἄριστοι ἀϑανάτων Iliad. 20, 122; ϑεάων ἀρίστη, Hera, 18, 364; ἄριστοι μάρτυροι, die Götter, 22, 254; ἱερῆας ἀρίστους 9, 575; Πολυφείδεα μάντιν Ἀπόλλων ϑῆκε βροτῶν ὄχ' ἄριστον Od. 15, 253; οἰωνοπόλων ὄχ' ἄριστος Iliad. 1, 69; σὺν ἀνδράσιν οἳ τότ' ἄριστοι ἦσαν ἐνὶ Τροίῃ τέκτονες ἄνδρες 6, 314; σκυτοτόμων ὄχ' ἄριστος Iliad. 7, 221; Φαιήκων βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι Od. 8, 250; χοροιτυπίῃσιν ἄριστοι Iliad. 24, 261; von Weibern: γυναικῶν εἶδος ἀρίστη Od. 7, 57; ϑυγατρῶν εἶδος ἀρίστην Iliad. 6, 252; ἑπτὰ ἔξοχ' ἀρίστας, κούρας, 9, 638; δμωάων ἥ τίς τοι ἀρίστη φαίνεται εἶναι Od. 15, 25; von Thieren: ἵπποι μέγ' ἄρισται ἔσαν Φηρητιάδαο Iliad. 2, 763; ἄριστοι ἴππων 5, 266; συῶν τὸν ἄριστον Od. 14, 108; σιάλων τὸν ἄριστον ἁπάντων 14, 19; τρεῖς σιάλους, οἳ ἔσαν μετὰ πᾶσιν ἄριστοι 20, 163; ἀρνειός, μήλων ὄχ' ἄριστος ἁπάντων 9, 432; αἰγῶν ὅς τις φαίνηται ἄριστος 14, 106; βοῦν, ἥ τις ἀρίστη Iliad. 17, 62; von andern Sachen: τῇ δή οἱ ἐείσατο χῶρος ἄριστος Od. 5, 442; τεύχε' ἄριστα Iliad. 15, 616; ἀ σπίδες ὅσσαι ἄρισται ἐνὶ στρατῷ ἠδὲ μέγισται 14, 371; νῆα, ἥ τις ἀρίστη Od. 1, 280; εἰδήσεις ὅσσον ἄρισται νῆες ἐμαί 7, 327; χηλόν, ἥ τις ἀρίστη 8, 424; ἀρίστην βουλήν Iliad. 9, 74; μῆτιν ἀρίστην 17, 634; εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσϑαι περὶ πάτρης 12, 243; τόδε μέγ' ἄριστον' ἔρεξεν 2, 274; ὃ γάρ κ' ὄχ' ἄριστον ἁπάντων εἴη 12, 344; δοκέει δέ μοι εἶναι ἄριστον Od. 5, 360; ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα Iliad. 9, 103; ὅπως ὄχ' ἄριστα μετ' ἀμφοτέροισι γένηται 3, 110; ἦ σοῐ ἄριστα πεποίηται κατὰ οἶκον πρὸς Τρώων 6, 56. Statt ὁ ἄριστος öfters ὤριστος, z. B. ἀνὴρ ὤριστος Iliad. 11, 288; ϑεῶν ὤριστος 13, 154; λοῖσϑος ἀνὴρ ὤριστος ἐλαύνει ἴππους 23, 536; οὐ μέν μοι δοκέεις ὁ κάκιστος Ἀχαιῶν ἔμμεναι, ἀλλ' ὤριστος: Od. 17, 416. Bei Art. oft sittliche Vorzüge; doch nicht sel-ten tapfer, Plat.; Xen.; ὦ ἄριστε, eine häufige Anrede bei Plat.
-
2 ἄριστος
1 best, finestἄριστον μὲν ὕδωρ O. 1.1
νοῆσαι δὲ καιρὸς ἄριστος O. 13.48
τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον is the best part of (poetic) wisdom P. 2.56ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός N. 4.1
ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος N. 8.8
προμάχων ἀν' ὅμιλον, ἔνθ ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος I. 7.35
ἀνδρῶν δικαίων Χρόνος σωτὴρ ἄριστος fr. 159. -
3 ἄριστος
ἄριστος (root ἀρ, cf. ἀρείων, ἀρετή), ὤριστος = ὁ ἄριστος: best, most excellent (see the various implied meanings under ἀγαθός); Ζεύς, θεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος, Il. 19.258; freq. w. adv. prefixed, μέγ(α), ὄχ(α), ἔξοχ(α), Il. 1.69, Il. 12.103; often foll. by explanatory inf., dat., or acc. (μάχεσθαι, βουλῇ, εἶδος); ἦ σοὶ ἄριστα πεποίηται, ‘finely indeed hast thou been treated,’ Il. 6.56.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄριστος
-
4 Αριστος
-
5 Ἄριστος
-
6 άριστος
-
7 ἄριστος
-
8 ἄριστος
Aὤριστος Il.11.288
, [dialect] Att. ἅριστος) best in its kind, and so in all sorts of relations, serving as [comp] Sup. of ἀγαθός:I of persons,1 best in birth and rank, noblest: hence, like ἀριστεύς, a chief,Ἀργείων οἱ ἄριστοι Il.4.260
, cf. 6.209;ἄ. ἔην πολὺ δὲ πλείστους ἄγε λαούς 2.580
;θεῶν ὕπατος καὶ ἄ. 19.258
;πατρὸς πάντων ἀ. παῖδα S.El. 366
; ἀνδρῶν τῶν ἀ. ὁμιλίη, opp. δῆμος, Hdt.3.81, cf. Cic.Att.9.4.2.2 best in any way, bravest,ἀνδρῶν αὖ μέγ' ἄ. ἔην Τελαμώνιος Αἴας Il.2.768
, cf. 7.50, etc.; οἰωνοπόλων, σκυτοτόμων ὄχ' ἄ., 6.76, 7.221.b c. dat. modi,βουλῇ μετὰ πάντας.. ἔπλευ ἄ. 9.54
, al.;ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους Od.4.211
.c c. acc. rei,εἶδος ἄριστε Il.3.39
;ψυχὴν ἄ. Ar.Nu. 1048
.d c. inf.,ἄριστοι μάχεσθαι X.Cyr.5.4.44
; ἄ. διαβολὰς ἐνδέκεσθαι readiest to give ear to calumnies, Hdt.3.80; ἄ. ἀπατᾶσθαι best, i.e. easiest, to cheat, Th.3.38.II of animals, things, etc., best, finest,ἵπποι Il.2.763
; μήλων, ὑῶν, Od.9.432, 14.414;τεύχε' ἄριστα Il.15.616
;χῶρος Od.5.442
;ποταμῶν ἄ. τά τε ἄλλα καὶ ἀκέσασθαι Hdt.4.90
; ἄριστα φέρεσθαι win an excellent reward, S.El. 1097 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄριστος
-
9 αριστος
31) (наи)лучший, превосходный, отличный(φῶτες, ἵπποι, χῶρος, τεῦχεα Hom.; πατέρ πάντων ἄ. Soph.)
εἶδος (acc.) ἄ. Hom. — красивейший:ψυχέν ἄ. Arph. — благороднейший;ἄ. διαβολὰς ἐνδέκεσθαι Her. — чрезвычайно склонный внимать клевете;ἀπατᾶσθαι ἄ. Thuc. — легко поддающийся обману, крайне легковерный;αὑτῷ ἄ. Eur. — заботящийся больше всего о себе самом, себялюбивый;в обращениях:ὦ ἄριστε Plat. — любезнейший2) знатнейший, самый родовитый(Ἀχαιῶν Hom.)
3) доблестнейший, храбрейший(λαοί Hom.; ἄ. μάχεσθαι Her.; ирон. λαλεῖν ἄ., ἀδυνατώτατος λέγειν Plut.)
-
10 ἄριστος
ἄριστος, η, ον (superl. к ἀγαθός 1) наилучший, превосходнейший (ср. личн. имя Ἀριστοτέλης, Δημαρίστη) -
11 ἄριστος
-
12 ἄριστος
Grammatical information: adj.Meaning: `the best, first, noblest' (Il.).Derivatives: ἀριστεύς, mostly pl., ἀριστῆες `optimates' (Il.). ἀριστεύω `be the best etc., distinguish oneself' (Il.) with ἀριστεία f. `deed of valour' (Gorg.). - Many PN: Άρίστων, Άριστίων etc.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Primary superlative to comparative ἀρείων (s. v.). Sometimes considered to contain the prefix ἀρι-, which seems rather improbable to me, or related to ἀραρίσκω (`the best fitted'?). Not to ἀρετή, as Myc. aryo- \/ aryoh-\/ has no disyllabic root (ending in a laryngeal).Page in Frisk: 1,140Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄριστος
-
13 άριστος
η, ο[ν] 1. превосходный, наилучший, отличный;2. πλ. знать, аристократия -
14 ἄριστος
-η,-ον A 0-0-0-0-2=2 2 Mc 13,15; 4 Mc 7,1sup. of ἀγαθός; best, first-rate 4 Mc 7,1; valiant 2 Mc 13,15 -
15 άριστος
[аристос] επ наилучший, отличный, превосходный. -
16 άριστος
1) excellent2) superbΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άριστος
-
17 παντ-άριστος
παντ-άριστος, von Allen der Beste, Inscr. 1355.
-
18 παν-άριστος
παν-άριστος, ganz, vollkommen der Beste; Hes. O. 291; sp. D., wie Lucill. 72 (XI, 394); Maneth. 4, 570.
-
19 συν-άριστος
συν-άριστος, mit od. zugleich frühstückend, Luc. asin. 21.
-
20 ἀν-άριστος
ἀν-άριστος, = ἀναρίστητος, Xen. neben ἄδειπνοι An. 1, 10, 19; Ggstz ἠριστηκώς Hell. 4, 5, 8 u. öfter; Pol. 3, 71; Theocr. 15, 147.
См. также в других словарях:
Ἄριστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄριστος — best masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… … Dictionary of Greek
άριστος — η, ο επίρρ. α 1. (για πρόσωπα), αυτός που εξέχει στο επάγγελμά του, που πρωτεύει, ο τέλειος: Θεωρούνταν άριστος επιστήμονας στην εποχή του. 2. (για πράγματα), αυτός που είναι πολύ εκλεκτός, υψηλής ποιότητας: Το ύφασμα αυτό είναι άριστης ποιότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μάντις δ’ ἄριστος ὅστις εἰκάζει καλῶς. — См. Верим охотно тому, чего желаем … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Καμπάνης, Άριστος — (Αθήνα 1883 – 1956). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Παρακολούθησε μαθήματα στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος με διάφορες εφημερίδες και… … Dictionary of Greek
ἀριστότερον — ἄριστος best adverbial comp ἄριστος best masc acc comp sg ἄριστος best neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρίστω — Ἄριστος masc nom/voc/acc dual Ἄριστος masc gen sg (doric aeolic) Ἀρίστης masc gen sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρίστως — ἄριστος best adverbial ἄριστος best masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤριστος — ἄριστος , ἄριστος best masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστᾶν — ἄριστος best masc/fem gen pl (doric) ἀ̱ριστᾶν , ἀριστάω take the pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀ̱ριστᾶν , ἀριστάω take the pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀ̱ριστᾶν , ἀριστάω take the pres part act masc nom sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)